κοχεύω

κοχεύω
[κόχη]
σχετικά με έργα χειροτεχνίας) προσέχω τις λεπτομέρειες («κοχεμένη δουλειά»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κοχεύτρα — η [κοχεύω] αυτή που φροντίζει να είναι τα έργα της επιμελημένα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”